- δουλογνώμων
- δουλογνώμων, -ον (Α)δουλόφρων, δουλοπρεπής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουλογνώμονας — δουλογνώμων of slavish mind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek